- μετασταθής
- -ές1. φυσ.-χημ. χαρακτηρισμός ενός συστήματος τού οποίου η ενέργεια δεν αντιστοιχεί στη θεωρητικά προβλεπόμενη ελάχιστη τιμή και η ταχύτητα αντίδρασης ή μετασχηματισμού του είναι αμελητέα για τις θεωρούμενες συνθήκες, αλλά στο οποίο μια ασθενής εξωτερική επίδραση είναι δυνατόν να προκαλέσει τον αναμενόμενο μετασχηματισμό, με ταυτόχρονη απελευθέρωση τής αντίστοιχης ποσότητας ενέργειας2. φρ. «μετασταθής κατάσταση»α) τεχνολ. κατάσταση ισορροπίας ενός συστήματος η οποία παρουσιάζεται ευσταθής στην περίπτωση ασθενών και ασταθής στην περίπτωση ισχυρότερων εξωτερικών επιδράσεωνβ) (πυρην. φυσ.) εξαιρετικά διεγερμένη κατάσταση ενός ατόμου, ενός ατομικού πυρήνα ή άλλου συστήματος, ο χρόνος διάρκειας τής οποίας είναι σαφώς μεγαλύτερος από τον χρόνο τών συνήθων διεγερμένων καταστάσεων τού ίδιου συστήματος, αλλά οπωσδήποτε μικρότερος από τον χρόνο διάρκειας τής θεμελιώδους κατάστασής του, η οποία είναι συνήθως ευσταθής.
Dictionary of Greek. 2013.